Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνάπνευσις
ἀνάπνευστος
ἀναπνέω
ἀναπνοή
ἀναπόγραφος
ἀναπόδεικτος
ἀναποδίζω
ἀνάποινος
ἀναπόκριτος
ἀναπολέω
ἀναπολίζω
ἀναπολόγητος
ἀναπομπή
ἀναπομπός
ἀναπόνιπτος
ἀναπρᾱ́σσω
ἀναπρήθω
ἀναπτερόω
ἀναπτήσομαι
ἀναπτοέω
ἀναπτύσσω
View word page
ἀναπολίζω
ἀναπολίζωvb plough againa fieldfig.ref. to poetryPi.

ShortDef

cultivate, plough

Debugging

Headword:
ἀναπολίζω
Headword (normalized):
ἀναπολίζω
Headword (normalized/stripped):
αναπολιζω
IDX:
4844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4845
Key:
ἀναπολίζω

Data

{'headword_display': '<b>ἀναπολίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀναπολίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>plough again</Tr><Obj>a field<Expl>fig.ref. to poetry</Expl><Au>Pi.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀναπολίζω'}