Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνάπλοος
ἀναπλόω
ἀναπλώω
ἀνάπνευσις
ἀνάπνευστος
ἀναπνέω
ἀναπνοή
ἀναπόγραφος
ἀναπόδεικτος
ἀναποδίζω
ἀνάποινος
ἀναπόκριτος
ἀναπολέω
ἀναπολίζω
ἀναπολόγητος
ἀναπομπή
ἀναπομπός
ἀναπόνιπτος
ἀναπρᾱ́σσω
ἀναπρήθω
ἀναπτερόω
View word page
ἀν-άποινος
ἀν-άποινοςονadjprivatv.prfx.,ἄποινα quasi-advbl., of a woman being freedwithout ransomIl.

ShortDef

without ransom

Debugging

Headword:
ἀνάποινος
Headword (normalized):
ἀνάποινος
Headword (normalized/stripped):
αναποινος
IDX:
4841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4842
Key:
ἀνάποινος

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-άποινος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀν-άποινος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>privatv.prfx.,<Ref>ἄποινα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>quasi-advbl., of a woman being freed</Indic><Tr>without ransom</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνάποινος'}