Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναπλέκω
ἀνάπλεος
ἀναπλέω
ἀνάπλεως
ἀναπληρόω
ἀναπλήρωσις
ἀνάπλοος
ἀναπλόω
ἀναπλώω
ἀνάπνευσις
ἀνάπνευστος
ἀναπνέω
ἀναπνοή
ἀναπόγραφος
ἀναπόδεικτος
ἀναποδίζω
ἀνάποινος
ἀναπόκριτος
ἀναπολέω
ἀναπολίζω
ἀναπολόγητος
View word page
ἀνάπνευστος
ἀνάπνευστοςep.adjseeἄπνευστος

ShortDef

without breath, breathless

Debugging

Headword:
ἀνάπνευστος
Headword (normalized):
ἀνάπνευστος
Headword (normalized/stripped):
αναπνευστος
IDX:
4835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4836
Key:
ἀνάπνευστος

Data

{'headword_display': '<b>ἀνάπνευστος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀνάπνευστος</HL><PS>ep.adj</PS></HG><XR>see<Ref>ἄπνευστος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀνάπνευστος'}