Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναπειράομαι
ἀνάπειρος
ἀναπείρω
ἀναπειστήριος
ἀναπεμπάζομαι
ἀναπέμπω
ἀναπετάννῡμι
ἀναπέτομαι
ἀναπήγνῡμι
ἀναπηδάω
ἀναπηρίᾱ
ἀναπηρόομαι
ἀνάπηρος
ἀναπῑδῡ́ω
ἀναπίμπλημι
ἀναπίπτω
ἀναπίτνᾱμι
ἀναπλάκητος
ἀναπλάσσω
ἀναπλέκω
ἀνάπλεος
View word page
ἀναπηρίᾱ
ἀναπηρίᾱᾱςfἀνάπηρος maiming, mutilationArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀναπηρίᾱ
Headword (normalized):
ἀναπηρίᾱ
Headword (normalized/stripped):
αναπηρια
IDX:
4816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4817
Key:
ἀναπηρίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ἀναπηρίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀναπηρίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἀνάπηρος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>maiming, mutilation</Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀναπηρίᾱ'}