Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄγκαθεν
ἄγκαθεν
ἀγκαλέω
ἀγκάλη
ἀγκαλίζομαι
ἀναπείθω
ἀνάπειρα
ἀναπειράομαι
ἀνάπειρος
ἀναπείρω
ἀναπειστήριος
ἀναπεμπάζομαι
ἀναπέμπω
ἀναπετάννῡμι
ἀναπέτομαι
ἀναπήγνῡμι
ἀναπηδάω
ἀναπηρίᾱ
ἀναπηρόομαι
ἀνάπηρος
ἀναπῑδῡ́ω
View word page
ἀναπειστήριος
ἀναπειστήριοςᾱ ονadjἀναπείθωof befuddling talkhighly persuasiveAr.

ShortDef

persuasive

Debugging

Headword:
ἀναπειστήριος
Headword (normalized):
ἀναπειστήριος
Headword (normalized/stripped):
αναπειστηριος
IDX:
4809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4810
Key:
ἀναπειστήριος

Data

{'headword_display': '<b>ἀναπειστήριος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀναπειστήριος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀναπείθω</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of befuddling talk</Indic><Tr>highly persuasive</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀναπειστήριος'}