Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀγῑνέω
ἅγιος
ἁγιστείᾱ
ἁγιστεύω
ἁγιστύς
ἀγκάζομαι
ἄγκαθεν
ἄγκαθεν
ἀγκαλέω
ἀγκάλη
ἀγκαλίζομαι
ἀναπείθω
ἀνάπειρα
ἀναπειράομαι
ἀνάπειρος
ἀναπείρω
ἀναπειστήριος
ἀναπεμπάζομαι
ἀναπέμπω
ἀναπετάννῡμι
ἀναπέτομαι
View word page
ἀγκαλίζομαι
ἀγκαλίζομαιmid.vbἀγκαλίς embracea womanSemon.

ShortDef

to embrace

Debugging

Headword:
ἀγκαλίζομαι
Headword (normalized):
ἀγκαλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
αγκαλιζομαι
IDX:
4803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4804
Key:
ἀγκαλίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀγκαλίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀγκαλίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS><Ety><Ref>ἀγκαλίς</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>embrace</Tr><Obj>a woman<Au>Semon.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀγκαλίζομαι'}