Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποκωλῡ́ω
ἀπολαγχάνω
ἀπολάζυμαι
ἀπολακτίζω
ἀπολακτισμός
ἀπολαμβάνω
ἀπολαμπρῡ́νομαι
ἀπολάμπω
ἀπολάπτω
ἀπόλαυσις
ἀπόλαυσμα
ἀπολαυστικός
ἀπολαυστός
ἀπολαύω
ἀπολέγω
ἀπολείβω
ἀπολείπω
ἀπολείχω
ἀπόλειψις
ἀπόλεκτος
ἀπολέμητος
View word page
ἀπόλαυσμα
ἀπόλαυσμαατοςn that which is enjoyeddelightref. to a personPlu.

ShortDef

enjoyment

Debugging

Headword:
ἀπόλαυσμα
Headword (normalized):
ἀπόλαυσμα
Headword (normalized/stripped):
απολαυσμα
IDX:
47
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-48
Key:
ἀπόλαυσμα

Data

{'headword_display': '<b>ἀπόλαυσμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀπόλαυσμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Def>that which is enjoyed</Def><Tr>delight<Expl>ref. to a person</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀπόλαυσμα'}