Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀγηγέρατο
ἀγηθής
ἀγηλατέω
ᾱ̓́γημα
ἀγηνορίη
ἀγήνωρ
ἀγηόχει
ἀγήραος
ἀγήρατος
ἄγηρος
ἀγήρως
ᾱ̔γησίχορος
ᾱ̔γητήρ
ἀγητός
ᾱ̔γήτωρ
ἄγι
ἁγιάζω
ἁγίζω
ἀγῑνέω
ἅγιος
ἁγιστείᾱ
View word page
ἀγήρως
ἀγήρωςadjseeἀγήραος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀγήρως
Headword (normalized):
ἀγήρως
Headword (normalized/stripped):
αγηρως
IDX:
4785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4786
Key:
ἀγήρως

Data

{'headword_display': '<b>ἀγήρως</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀγήρως</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see<Ref>ἀγήραος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀγήρως'}