Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
ἀγερωχίᾱ
ἀγέρωχος
Ᾱ̔γεσίλᾱς
ἀγέστρατος
ἄγευστος
ᾱ̔γέχορος
ἀγεώργητος
ἀγή
ἄγη
ἄγη
ἀγηγέρατο
ἀγηθής
ἀγηλατέω
ᾱ̓́γημα
ἀγηνορίη
ἀγήνωρ
ἀγηόχει
ἀγήραος
ἀγήρατος
ἄγηρος
ἀγήρως
View word page
ἀγηγέρατο
ἀγηγέρατο
ep.3pl.plpf.mid.
see
ἀγείρω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀγηγέρατο
Headword (normalized):
ἀγηγέρατο
Headword (normalized/stripped):
αγηγερατο
IDX:
4775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4776
Key:
ἀγηγέρατο
Data
{'headword_display': '<b>ἀγηγέρατο</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἀγηγέρατο<LblR>ep.3pl.plpf.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἀγείρω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀγηγέρατο'}