Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ᾱ̔γεμονεύω
ἄγεν
ἀγένεια
ἀγένειος
ἀγενής
ἀγένητος
ἀγέννεια
ἀγεννής
ἀγέννητος
ἀγεννίᾱ
ᾱ̔γέομαι
ἀγέραστος
ἀγερέσθαι
ἀγερμός
ἄγερσις
ἀγερωχίᾱ
ἀγέρωχος
Ᾱ̔γεσίλᾱς
ἀγέστρατος
ἄγευστος
ᾱ̔γέχορος
View word page
ᾱ̔γέομαι
ᾱ̔γέομαιdial.mid.contr.vbseeἡγέομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ᾱ̔γέομαι
Headword (normalized):
ᾱ̔γέομαι
Headword (normalized/stripped):
αγεομαι
IDX:
4760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4761
Key:
ᾱ̔γέομαι

Data

{'headword_display': '<b>ᾱ̔γέομαι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ᾱ̔γέομαι</HL><PS>dial.mid.contr.vb</PS></HG><XR>see<Ref>ἡγέομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ᾱ̔γέομαι'}