Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ᾱ̔γεμόνευμα
ᾱ̔γεμονεύω
ἄγεν
ἀγένεια
ἀγένειος
ἀγενής
ἀγένητος
ἀγέννεια
ἀγεννής
ἀγέννητος
ἀγεννίᾱ
ᾱ̔γέομαι
ἀγέραστος
ἀγερέσθαι
ἀγερμός
ἄγερσις
ἀγερωχίᾱ
ἀγέρωχος
Ᾱ̔γεσίλᾱς
ἀγέστρατος
ἄγευστος
View word page
ἀγεννίᾱ
ἀγεννίᾱfseeἀγέννεια

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀγεννίᾱ
Headword (normalized):
ἀγεννίᾱ
Headword (normalized/stripped):
αγεννια
IDX:
4759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4760
Key:
ἀγεννίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ἀγεννίᾱ</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀγεννίᾱ</HL><PS>f</PS></HG><XR>see<Ref>ἀγέννεια</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀγεννίᾱ'}