Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀγελαρχέω
ἀγελάρχης
ἀγέλαστος
ἀγελείη
ἀγέλη
ᾱ̔γέμαχος
ἀγέμεν
ᾱ̔γεμόνευμα
ᾱ̔γεμονεύω
ἄγεν
ἀγένεια
ἀγένειος
ἀγενής
ἀγένητος
ἀγέννεια
ἀγεννής
ἀγέννητος
ἀγεννίᾱ
ᾱ̔γέομαι
ἀγέραστος
ἀγερέσθαι
View word page
ἀγένεια
ἀγένειαᾱςfἀγενής low birth, humble originArist.

ShortDef

low birth

Debugging

Headword:
ἀγένεια
Headword (normalized):
ἀγένεια
Headword (normalized/stripped):
αγενεια
IDX:
4752
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4753
Key:
ἀγένεια

Data

{'headword_display': '<b>ἀγένεια</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀγένεια</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἀγενής</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>low birth, humble origin</Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀγένεια'}