Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀγελαῖος
ἀγελαιοτροφίᾱ
ἀγελαιοτροφικός
ἀγελαρχέω
ἀγελάρχης
ἀγέλαστος
ἀγελείη
ἀγέλη
ᾱ̔γέμαχος
ἀγέμεν
ᾱ̔γεμόνευμα
ᾱ̔γεμονεύω
ἄγεν
ἀγένεια
ἀγένειος
ἀγενής
ἀγένητος
ἀγέννεια
ἀγεννής
ἀγέννητος
ἀγεννίᾱ
View word page
ᾱ̔γεμόνευμα
ᾱ̔γεμόνευμαατοςdial.nἡγεμονεύω escortw.dat.for the deadE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ᾱ̔γεμόνευμα
Headword (normalized):
ᾱ̔γεμόνευμα
Headword (normalized/stripped):
αγεμονευμα
IDX:
4749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4750
Key:
ᾱ̔γεμόνευμα

Data

{'headword_display': '<b>ᾱ̔γεμόνευμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ᾱ̔γεμόνευμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>dial.n</PS><Ety><Ref>ἡγεμονεύω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>escort<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>for the dead</Expl></Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ᾱ̔γεμόνευμα'}