Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀγελαιοκομικός
ἀγελαῖος
ἀγελαιοτροφίᾱ
ἀγελαιοτροφικός
ἀγελαρχέω
ἀγελάρχης
ἀγέλαστος
ἀγελείη
ἀγέλη
ᾱ̔γέμαχος
ἀγέμεν
ᾱ̔γεμόνευμα
ᾱ̔γεμονεύω
ἄγεν
ἀγένεια
ἀγένειος
ἀγενής
ἀγένητος
ἀγέννεια
ἀγεννής
ἀγέννητος
View word page
ἀγέμεν
ἀγέμενep.inf.seeἄγω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀγέμεν
Headword (normalized):
ἀγέμεν
Headword (normalized/stripped):
αγεμεν
IDX:
4748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4749
Key:
ἀγέμεν

Data

{'headword_display': '<b>ἀγέμεν</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἀγέμεν<LblR>ep.inf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἄγω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀγέμεν'}