Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνάπαυσις
ἀναπαυτήριος
ἀναπαύω
ἀγείτων
ἀγέλᾱ
ἀγελαιοκομικός
ἀγελαῖος
ἀγελαιοτροφίᾱ
ἀγελαιοτροφικός
ἀγελαρχέω
ἀγελάρχης
ἀγέλαστος
ἀγελείη
ἀγέλη
ᾱ̔γέμαχος
ἀγέμεν
ᾱ̔γεμόνευμα
ᾱ̔γεμονεύω
ἄγεν
ἀγένεια
ἀγένειος
View word page
ἀγελ-άρχης
ἀγελάρχηςουmἄρχω company commanderPlu.

ShortDef

the leader of a company, captain

Debugging

Headword:
ἀγελάρχης
Headword (normalized):
ἀγελάρχης
Headword (normalized/stripped):
αγελαρχης
IDX:
4743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4744
Key:
ἀγελάρχης

Data

{'headword_display': '<b>ἀγελ-άρχης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀγελ<hyph/>άρχης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ἄρχω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>company commander</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀγελάρχης'}