Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνάπαυλα
ἀνάπαυμα
ἀνάπαυσις
ἀναπαυτήριος
ἀναπαύω
ἀγείτων
ἀγέλᾱ
ἀγελαιοκομικός
ἀγελαῖος
ἀγελαιοτροφίᾱ
ἀγελαιοτροφικός
ἀγελαρχέω
ἀγελάρχης
ἀγέλαστος
ἀγελείη
ἀγέλη
ᾱ̔γέμαχος
ἀγέμεν
ᾱ̔γεμόνευμα
ᾱ̔γεμονεύω
ἄγεν
View word page
ἀγελαιοτροφικός
ἀγελαιοτροφικόςή όνadj of the artof rearingcaring for herdsPl.fem.sb.art of rearing herdsPl.

ShortDef

of or fit for keeping of herds

Debugging

Headword:
ἀγελαιοτροφικός
Headword (normalized):
ἀγελαιοτροφικός
Headword (normalized/stripped):
αγελαιοτροφικος
IDX:
4741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4742
Key:
ἀγελαιοτροφικός

Data

{'headword_display': '<b>ἀγελαιοτροφικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀγελαιοτροφικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of the art</Indic><Tr>of rearing<or/>caring for herds</Tr><Au>Pl.</Au><SGrm><GLbl>fem.sb.</GLbl><Def>art of rearing herds</Def><Au>Pl.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'ἀγελαιοτροφικός'}