Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναπαρείς
ἀναπάσσω
ἀναπατάσσω
ἀνάπαυλα
ἀνάπαυμα
ἀνάπαυσις
ἀναπαυτήριος
ἀναπαύω
ἀγείτων
ἀγέλᾱ
ἀγελαιοκομικός
ἀγελαῖος
ἀγελαιοτροφίᾱ
ἀγελαιοτροφικός
ἀγελαρχέω
ἀγελάρχης
ἀγέλαστος
ἀγελείη
ἀγέλη
ᾱ̔γέμαχος
ἀγέμεν
View word page
ἀγελαιο-κομικός
ἀγελαιο-κομικόςή όνadjἀγελαῖοςκομέω fem.sb.art of looking after herdsPl.

ShortDef

pertaining to cattle-breeding

Debugging

Headword:
ἀγελαιοκομικός
Headword (normalized):
ἀγελαιοκομικός
Headword (normalized/stripped):
αγελαιοκομικος
IDX:
4738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4739
Key:
ἀγελαιοκομικός

Data

{'headword_display': '<b>ἀγελαιο-κομικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀγελαιο-κομικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀγελαῖος</Ref><Ref>κομέω</Ref></Ety></HG> <aS1><SGrm><GLbl>fem.sb.</GLbl><Def>art of looking after herds</Def><Au>Pl.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'ἀγελαιοκομικός'}