Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναξαίνω
ἀναξηραίνω
ἀναξίᾱ
ἀναξίᾱ
ἀναξίαλος
ἀναξιβρέντᾱς
ἀναξίμολπος
ἀναξιοπαθέω
ἀνάξιος
ἀνάξιππος
ἀναξιφόρμιγξ
ἀναξίχορος
ἀναξυρίδες
ἀναξῡ́ω
ἀνάξω
ἀνάξω
ἀναοίγεσκον
ἀναπαιδεύω
ἀνάπαιστος
ἀνάπαλιν
ἀναπάλλω
View word page
ἀναξι-φόρμιγξ
ἀναξι-φόρμιγξιγγοςmasc.fem.adj of Ouraniaruling the lyreB.of a hymnPi.

ShortDef

ruling the lyre

Debugging

Headword:
ἀναξιφόρμιγξ
Headword (normalized):
ἀναξιφόρμιγξ
Headword (normalized/stripped):
αναξιφορμιγξ
IDX:
4717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4718
Key:
ἀναξιφόρμιγξ

Data

{'headword_display': '<b>ἀναξι-φόρμιγξ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀναξι-φόρμιγξ</HL><Infl>ιγγος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of Ourania</Indic><Tr>ruling the lyre</Tr><Au>B.</Au><aS2><Indic>of a hymn</Indic><Au>Pi.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'ἀναξιφόρμιγξ'}