Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναμπλάκητος
ἀνάμπυξ
ἀναμυχθίζομαι
ἀναμφίλογος
ἀναμφισβήτητος
ἀνανδρίᾱ
ἄνανδρος
ἀνάνδρωτος
ἀνανεάζω
ἀνανέμω
ἀνανέομαι
ἀνανεόομαι
ἀνανεύω
ἀνανέωσις
ἀνανήφω
ἀνανθής
ἀνανοστέω
ἄναντα
ἀνανταγώνιστος
ἀνάντης
ἀναντίρρητος
View word page
ἀνα-νέομαι
ἀνα-νέομαιmid.contr.vbep.3sg.
ἀννεῖται
of the suncome upriseOd.

ShortDef

to mount up

Debugging

Headword:
ἀνανέομαι
Headword (normalized):
ἀνανέομαι
Headword (normalized/stripped):
ανανεομαι
IDX:
4693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4694
Key:
ἀνανέομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀνα-νέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀνα-νέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS><FG><Tns><Lbl>ep.3sg.</Lbl><Form>ἀννεῖται</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of the sun</Indic><Def>come up</Def><Tr>rise</Tr><Au>Od.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀνανέομαι'}