Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναμολεῖν
ἀναμορμῡ́ρω
ἀναμοχλεύω
ἀναμπλάκητος
ἀνάμπυξ
ἀναμυχθίζομαι
ἀναμφίλογος
ἀναμφισβήτητος
ἀνανδρίᾱ
ἄνανδρος
ἀνάνδρωτος
ἀνανεάζω
ἀνανέμω
ἀνανέομαι
ἀνανεόομαι
ἀνανεύω
ἀνανέωσις
ἀνανήφω
ἀνανθής
ἀνανοστέω
ἄναντα
View word page
ἀν-άνδρωτος
ἀν-άνδρωτοςονadjἀνδρόομαι of a marriage beddeprived of a husbandthrough his absenceS.

ShortDef

widowed

Debugging

Headword:
ἀνάνδρωτος
Headword (normalized):
ἀνάνδρωτος
Headword (normalized/stripped):
ανανδρωτος
IDX:
4690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4691
Key:
ἀνάνδρωτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-άνδρωτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀν-άνδρωτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀνδρόομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a marriage bed</Indic><Tr>deprived of a husband<Expl>through his absence</Expl></Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνάνδρωτος'}