Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναμνηστικός
ἀναμνηστός
ἀναμολεῖν
ἀναμορμῡ́ρω
ἀναμοχλεύω
ἀναμπλάκητος
ἀνάμπυξ
ἀναμυχθίζομαι
ἀναμφίλογος
ἀναμφισβήτητος
ἀνανδρίᾱ
ἄνανδρος
ἀνάνδρωτος
ἀνανεάζω
ἀνανέμω
ἀνανέομαι
ἀνανεόομαι
ἀνανεύω
ἀνανέωσις
ἀνανήφω
ἀνανθής
View word page
ἀνανδρίᾱ
ἀνανδρίᾱᾱςfἄνανδρος lack of manliness or couragecowardiceA. E. Th. Att.orats. Pl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνανδρίᾱ
Headword (normalized):
ἀνανδρίᾱ
Headword (normalized/stripped):
ανανδρια
IDX:
4688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4689
Key:
ἀνανδρίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ἀνανδρίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀνανδρίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἄνανδρος</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>lack of manliness or courage</Def><Tr>cowardice</Tr><Au>A. E. Th. Att.orats. Pl.<NBPlus/></Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀνανδρίᾱ'}