Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναμισθαρνέω
ἀνάμματος
ἀνάμνησις
ἀναμνηστικός
ἀναμνηστός
ἀναμολεῖν
ἀναμορμῡ́ρω
ἀναμοχλεύω
ἀναμπλάκητος
ἀνάμπυξ
ἀναμυχθίζομαι
ἀναμφίλογος
ἀναμφισβήτητος
ἀνανδρίᾱ
ἄνανδρος
ἀνάνδρωτος
ἀνανεάζω
ἀνανέμω
ἀνανέομαι
ἀνανεόομαι
ἀνανεύω
View word page
ἀνα-μυχθίζομαι
ἀνα-μυχθίζομαιmid.vbἀνά moan loudlyA.

ShortDef

to moan loudly

Debugging

Headword:
ἀναμυχθίζομαι
Headword (normalized):
ἀναμυχθίζομαι
Headword (normalized/stripped):
αναμυχθιζομαι
IDX:
4685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4686
Key:
ἀναμυχθίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀνα-μυχθίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀνα-μυχθίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS><Ety><Ref>ἀνά</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>moan loudly</Tr><Au>A.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀναμυχθίζομαι'}