Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναμιμνήσκω
ἀναμίμνω
ἀναμίξ
ἀνάμιξις
ἀναμίσγω
ἀναμισθαρνέω
ἀνάμματος
ἀνάμνησις
ἀναμνηστικός
ἀναμνηστός
ἀναμολεῖν
ἀναμορμῡ́ρω
ἀναμοχλεύω
ἀναμπλάκητος
ἀνάμπυξ
ἀναμυχθίζομαι
ἀναμφίλογος
ἀναμφισβήτητος
ἀνανδρίᾱ
ἄνανδρος
ἀνάνδρωτος
View word page
ἀνα-μολεῖν
ἀνα-μολεῖνaor.2 infἀνάβλώσκω of a clamourspread throughout, pervadea cityE.tm.

ShortDef

go through

Debugging

Headword:
ἀναμολεῖν
Headword (normalized):
ἀναμολεῖν
Headword (normalized/stripped):
αναμολειν
IDX:
4680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4681
Key:
ἀναμολεῖν

Data

{'headword_display': '<b>ἀνα-μολεῖν</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀνα-μολεῖν</HL><PS>aor.2 inf</PS><Ety><Ref>ἀνά</Ref><Ref>βλώσκω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of a clamour</Indic><Tr>spread throughout, pervade</Tr><Obj>a city<Au>E.<LblR>tm.</LblR></Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀναμολεῖν'}