Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνάμιγα
ἀναμῑ́γνῡμι
ἀναμιμνήσκω
ἀναμίμνω
ἀναμίξ
ἀνάμιξις
ἀναμίσγω
ἀναμισθαρνέω
ἀνάμματος
ἀνάμνησις
ἀναμνηστικός
ἀναμνηστός
ἀναμολεῖν
ἀναμορμῡ́ρω
ἀναμοχλεύω
ἀναμπλάκητος
ἀνάμπυξ
ἀναμυχθίζομαι
ἀναμφίλογος
ἀναμφισβήτητος
ἀνανδρίᾱ
View word page
ἀναμνηστικός
ἀναμνηστικόςή όνadj of personsable to recallinclined to rememberPlu.

ShortDef

able to recall to mind readily

Debugging

Headword:
ἀναμνηστικός
Headword (normalized):
ἀναμνηστικός
Headword (normalized/stripped):
αναμνηστικος
IDX:
4678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4679
Key:
ἀναμνηστικός

Data

{'headword_display': '<b>ἀναμνηστικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀναμνηστικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Def>able to recall</Def><Tr>inclined to remember</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀναμνηστικός'}