Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναμέτρησις
ἀναμηλόω
ἀνάμιγα
ἀναμῑ́γνῡμι
ἀναμιμνήσκω
ἀναμίμνω
ἀναμίξ
ἀνάμιξις
ἀναμίσγω
ἀναμισθαρνέω
ἀνάμματος
ἀνάμνησις
ἀναμνηστικός
ἀναμνηστός
ἀναμολεῖν
ἀναμορμῡ́ρω
ἀναμοχλεύω
ἀναμπλάκητος
ἀνάμπυξ
ἀναμυχθίζομαι
ἀναμφίλογος
View word page
ἀν-άμματος
ἀν-άμματοςονadjprivatv.prfx.,ἅμμα of the cords of a hunting netwithout knotsX.

ShortDef

without knots

Debugging

Headword:
ἀνάμματος
Headword (normalized):
ἀνάμματος
Headword (normalized/stripped):
αναμματος
IDX:
4676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4677
Key:
ἀνάμματος

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-άμματος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀν-άμματος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>privatv.prfx.,<Ref>ἅμμα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the cords of a hunting net</Indic><Tr>without knots</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνάμματος'}