Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναμεστόομαι
ἀνάμεστος
ἀναμετρέω
ἀναμέτρησις
ἀναμηλόω
ἀνάμιγα
ἀναμῑ́γνῡμι
ἀναμιμνήσκω
ἀναμίμνω
ἀναμίξ
ἀνάμιξις
ἀναμίσγω
ἀναμισθαρνέω
ἀνάμματος
ἀνάμνησις
ἀναμνηστικός
ἀναμνηστός
ἀναμολεῖν
ἀναμορμῡ́ρω
ἀναμοχλεύω
ἀναμπλάκητος
View word page
ἀνάμιξις
ἀνάμιξιςfseeἀνάμειξις

ShortDef

intercourse

Debugging

Headword:
ἀνάμιξις
Headword (normalized):
ἀνάμιξις
Headword (normalized/stripped):
αναμιξις
IDX:
4673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4674
Key:
ἀνάμιξις

Data

{'headword_display': '<b>ἀνάμιξις</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀνάμιξις</HL><PS>f</PS></HG><XR>see<Ref>ἀνάμειξις</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀνάμιξις'}