Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄπουρος
ἀπουρόω
ἄπους
ἀπουσίᾱ
ἀποφαγεῖν
ἀποφαίνω
ἀπόφανσις
ἀποφάργνῡμι
ἀπόφασις
ἀπόφασις
ἀποφάσκω
ἀποφέρω
ἀποφεύγω
ἀποφευκτικά
ἀπόφευξις
ἀπόφημι
ἀποφθέγγομαι
ἀπόφθεγμα
ἀποφθεγματικός
ἀποφθείρω
ἀποφθινύθω
View word page
ἀπο-φάσκω
ἀποφάσκωvb make a denialS.

ShortDef

to deny

Debugging

Headword:
ἀποφάσκω
Headword (normalized):
ἀποφάσκω
Headword (normalized/stripped):
αποφασκω
IDX:
466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-467
Key:
ἀποφάσκω

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-φάσκω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>φάσκω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>make a denial</Tr><Au>S.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀποφάσκω'}