Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνάμβατος
ἀναμείγνῡμι
ἀνάμειξις
ἀναμέλπω
ἀναμένω
ἀνᾱ́μερος
ἀνάμεσος
ἀναμεστόομαι
ἀνάμεστος
ἀναμετρέω
ἀναμέτρησις
ἀναμηλόω
ἀνάμιγα
ἀναμῑ́γνῡμι
ἀναμιμνήσκω
ἀναμίμνω
ἀναμίξ
ἀνάμιξις
ἀναμίσγω
ἀναμισθαρνέω
ἀνάμματος
View word page
ἀναμέτρησις
ἀναμέτρησιςεωςf measuringw.gen.of happiness, w. πρός + acc.in terms of wealthPlu.

ShortDef

a measurement

Debugging

Headword:
ἀναμέτρησις
Headword (normalized):
ἀναμέτρησις
Headword (normalized/stripped):
αναμετρησις
IDX:
4666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4667
Key:
ἀναμέτρησις

Data

{'headword_display': '<b>ἀναμέτρησις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀναμέτρησις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>measuring<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of happiness, <GLbl>w. <Ref>πρός</Ref> + acc.</GLbl>in terms of wealth</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀναμέτρησις'}