Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναμασάομαι
ἀναμάσσω
ἀναμάχομαι
ἀνάμβατος
ἀναμείγνῡμι
ἀνάμειξις
ἀναμέλπω
ἀναμένω
ἀνᾱ́μερος
ἀνάμεσος
ἀναμεστόομαι
ἀνάμεστος
ἀναμετρέω
ἀναμέτρησις
ἀναμηλόω
ἀνάμιγα
ἀναμῑ́γνῡμι
ἀναμιμνήσκω
ἀναμίμνω
ἀναμίξ
ἀνάμιξις
View word page
ἀνα-μεστόομαι
ἀνα-μεστόομαιpass.contr.vb of a citybe crammed fullw.gen.of petty bureaucratsAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀναμεστόομαι
Headword (normalized):
ἀναμεστόομαι
Headword (normalized/stripped):
αναμεστοομαι
IDX:
4663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4664
Key:
ἀναμεστόομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀνα-μεστόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀνα-μεστόομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a city</Indic><Tr>be crammed full</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>of petty bureaucrats<Au>Ar.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀναμεστόομαι'}