Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναμαρμαίρω
ἀναμάρτητος
ἀναμασάομαι
ἀναμάσσω
ἀναμάχομαι
ἀνάμβατος
ἀναμείγνῡμι
ἀνάμειξις
ἀναμέλπω
ἀναμένω
ἀνᾱ́μερος
ἀνάμεσος
ἀναμεστόομαι
ἀνάμεστος
ἀναμετρέω
ἀναμέτρησις
ἀναμηλόω
ἀνάμιγα
ἀναμῑ́γνῡμι
ἀναμιμνήσκω
ἀναμίμνω
View word page
ἀνᾱ́μερος
ἀνᾱ́μεροςdial.adj seeἀνήμερος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνᾱ́μερος
Headword (normalized):
ἀνᾱ́μερος
Headword (normalized/stripped):
αναμερος
IDX:
4661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4662
Key:
ἀνᾱ́μερος

Data

{'headword_display': '<b>ἀνᾱ́μερος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀνᾱ́μερος</HL><PS>dial.adj</PS></HG> <XR>see<Ref>ἀνήμερος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀνᾱ́μερος'}