Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναμαιμᾱ́ω
ἀναμανθάνω
ἀναμάξευτος
ἀναμαρμαίρω
ἀναμάρτητος
ἀναμασάομαι
ἀναμάσσω
ἀναμάχομαι
ἀνάμβατος
ἀναμείγνῡμι
ἀνάμειξις
ἀναμέλπω
ἀναμένω
ἀνᾱ́μερος
ἀνάμεσος
ἀναμεστόομαι
ἀνάμεστος
ἀναμετρέω
ἀναμέτρησις
ἀναμηλόω
ἀνάμιγα
View word page
ἀνάμειξις
ἀνάμειξιςsts. writtenἀνάμιξιςεωςf interminglingof peoplesPlu. huddling togetherof soldiersPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνάμειξις
Headword (normalized):
ἀνάμειξις
Headword (normalized/stripped):
αναμειξις
IDX:
4658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4659
Key:
ἀνάμειξις

Data

{'headword_display': '<b>ἀνάμειξις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀνάμειξις<VL><Lbl>sts. written</Lbl><FmHL>ἀνάμιξις</FmHL></VL></HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>intermingling<Expl>of peoples</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1> <nS1><Tr>huddling together<Expl>of soldiers</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀνάμειξις'}