Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνᾱλωτικός
ἀνάλωτος
ἀναμαιμᾱ́ω
ἀναμανθάνω
ἀναμάξευτος
ἀναμαρμαίρω
ἀναμάρτητος
ἀναμασάομαι
ἀναμάσσω
ἀναμάχομαι
ἀνάμβατος
ἀναμείγνῡμι
ἀνάμειξις
ἀναμέλπω
ἀναμένω
ἀνᾱ́μερος
ἀνάμεσος
ἀναμεστόομαι
ἀνάμεστος
ἀναμετρέω
ἀναμέτρησις
View word page
ἀν-άμβατος
ἀν-άμβατοςονadjprivatv.prfx.,ἀναβαίνω of horsesnot mountednot broken inX.

ShortDef

that one cannot mount

Debugging

Headword:
ἀνάμβατος
Headword (normalized):
ἀνάμβατος
Headword (normalized/stripped):
αναμβατος
IDX:
4656
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4657
Key:
ἀνάμβατος

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-άμβατος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀν-άμβατος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>privatv.prfx.,<Ref>ἀναβαίνω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of horses</Indic><Def>not mounted</Def><Tr>not broken in</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνάμβατος'}