Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνᾱ́λωσις
ἀνᾱλωτέος
ἀνᾱλωτής
ἀνᾱλωτικός
ἀνάλωτος
ἀναμαιμᾱ́ω
ἀναμανθάνω
ἀναμάξευτος
ἀναμαρμαίρω
ἀναμάρτητος
ἀναμασάομαι
ἀναμάσσω
ἀναμάχομαι
ἀνάμβατος
ἀναμείγνῡμι
ἀνάμειξις
ἀναμέλπω
ἀναμένω
ἀνᾱ́μερος
ἀνάμεσος
ἀναμεστόομαι
View word page
ἀνα-μασάομαι
ἀνα-μασάομαιmid.contr.vbἀνά fig.chew over, ruminate ona matterAr.

ShortDef

to chew over again, ruminate

Debugging

Headword:
ἀναμασάομαι
Headword (normalized):
ἀναμασάομαι
Headword (normalized/stripped):
αναμασαομαι
IDX:
4653
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4654
Key:
ἀναμασάομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀνα-μασάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀνα-μασάομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS><Ety><Ref>ἀνά</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>fig.</Indic><Tr>chew over, ruminate on</Tr><Obj>a matter<Au>Ar.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀναμασάομαι'}