Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναλυτικός
ἀναλῡ́ω
ἀνᾱ́λωμα
ἀνᾱ́λωσις
ἀνᾱλωτέος
ἀνᾱλωτής
ἀνᾱλωτικός
ἀνάλωτος
ἀναμαιμᾱ́ω
ἀναμανθάνω
ἀναμάξευτος
ἀναμαρμαίρω
ἀναμάρτητος
ἀναμασάομαι
ἀναμάσσω
ἀναμάχομαι
ἀνάμβατος
ἀναμείγνῡμι
ἀνάμειξις
ἀναμέλπω
ἀναμένω
View word page
ἀν-αμάξευτος
ἀν-αμάξευτοςονadjprivatv.prfx.,ἁμαξεύω of Egyptnot traversable by wagonHdt.

ShortDef

impassable for wagons

Debugging

Headword:
ἀναμάξευτος
Headword (normalized):
ἀναμάξευτος
Headword (normalized/stripped):
αναμαξευτος
IDX:
4650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4651
Key:
ἀναμάξευτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-αμάξευτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀν-αμάξευτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>privatv.prfx.,<Ref>ἁμαξεύω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Egypt</Indic><Tr>not traversable by wagon</Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀναμάξευτος'}