Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναλυτήρ
ἀναλυτικός
ἀναλῡ́ω
ἀνᾱ́λωμα
ἀνᾱ́λωσις
ἀνᾱλωτέος
ἀνᾱλωτής
ἀνᾱλωτικός
ἀνάλωτος
ἀναμαιμᾱ́ω
ἀναμανθάνω
ἀναμάξευτος
ἀναμαρμαίρω
ἀναμάρτητος
ἀναμασάομαι
ἀναμάσσω
ἀναμάχομαι
ἀνάμβατος
ἀναμείγνῡμι
ἀνάμειξις
ἀναμέλπω
View word page
ἀνα-μανθάνω
ἀνα-μανθάνωvb make a thorough inquiryHdt.

ShortDef

to inquire closely

Debugging

Headword:
ἀναμανθάνω
Headword (normalized):
ἀναμανθάνω
Headword (normalized/stripped):
αναμανθανω
IDX:
4649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4650
Key:
ἀναμανθάνω

Data

{'headword_display': '<b>ἀνα-μανθάνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀνα-μανθάνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>make a thorough inquiry</Tr><Au>Hdt.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀναμανθάνω'}