Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνάλυσις
ἀναλυτήρ
ἀναλυτικός
ἀναλῡ́ω
ἀνᾱ́λωμα
ἀνᾱ́λωσις
ἀνᾱλωτέος
ἀνᾱλωτής
ἀνᾱλωτικός
ἀνάλωτος
ἀναμαιμᾱ́ω
ἀναμανθάνω
ἀναμάξευτος
ἀναμαρμαίρω
ἀναμάρτητος
ἀναμασάομαι
ἀναμάσσω
ἀναμάχομαι
ἀνάμβατος
ἀναμείγνῡμι
ἀνάμειξις
View word page
ἀνα-μαιμᾱ́ω
ἀνα-μαιμᾱ́ωcontr.vbἀνά of firerage throughwooded valleysIl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀναμαιμᾱ́ω
Headword (normalized):
ἀναμαιμᾱ́ω
Headword (normalized/stripped):
αναμαιμαω
IDX:
4648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4649
Key:
ἀναμαιμᾱ́ω

Data

{'headword_display': '<b>ἀνα-μαιμᾱ́ω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀνα-μαιμᾱ́ω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ἀνά</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of fire</Indic><Tr>rage through</Tr><Obj>wooded valleys<Au>Il.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀναμαιμᾱ́ω'}