Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναλογισμός
ἀνάλογος
ἄναλος
ἀνᾱλόω
ἄναλτος
ἀνάλυσις
ἀναλυτήρ
ἀναλυτικός
ἀναλῡ́ω
ἀνᾱ́λωμα
ἀνᾱ́λωσις
ἀνᾱλωτέος
ἀνᾱλωτής
ἀνᾱλωτικός
ἀνάλωτος
ἀναμαιμᾱ́ω
ἀναμανθάνω
ἀναμάξευτος
ἀναμαρμαίρω
ἀναμάρτητος
ἀναμασάομαι
View word page
ἀνᾱ́λωσις
ἀνᾱ́λωσιςεωςfspending, expenditureThgn. Th. Pl. consumptionw.gen.of food and drinkPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνᾱ́λωσις
Headword (normalized):
ἀνᾱ́λωσις
Headword (normalized/stripped):
αναλωσις
IDX:
4643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4644
Key:
ἀνᾱ́λωσις

Data

{'headword_display': '<b>ἀνᾱ́λωσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀνᾱ́λωσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG><nS1><Tr>spending, expenditure</Tr><Au>Thgn. Th. Pl.</Au></nS1> <nS1><Tr>consumption<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of food and drink</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀνᾱ́λωσις'}