Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄναλμος
ἀναλογίᾱ
ἀναλογίζομαι
ἀναλόγισμα
ἀναλογισμός
ἀνάλογος
ἄναλος
ἀνᾱλόω
ἄναλτος
ἀνάλυσις
ἀναλυτήρ
ἀναλυτικός
ἀναλῡ́ω
ἀνᾱ́λωμα
ἀνᾱ́λωσις
ἀνᾱλωτέος
ἀνᾱλωτής
ἀνᾱλωτικός
ἀνάλωτος
ἀναμαιμᾱ́ω
ἀναμανθάνω
View word page
ἀναλυτήρ
ἀναλυτήρῆροςm one who brings releasedeliverer, saviourw.gen.of a householdA.

ShortDef

a deliverer

Debugging

Headword:
ἀναλυτήρ
Headword (normalized):
ἀναλυτήρ
Headword (normalized/stripped):
αναλυτηρ
IDX:
4639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4640
Key:
ἀναλυτήρ

Data

{'headword_display': '<b>ἀναλυτήρ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀναλυτήρ</HL><Infl>ῆρος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>one who brings release</Def><Tr>deliverer, saviour<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of a household</Expl></Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀναλυτήρ'}