Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄναλκις
ἀναλλοίωτος
ἀνάλλομαι
ἄναλλος
ἄναλμος
ἀναλογίᾱ
ἀναλογίζομαι
ἀναλόγισμα
ἀναλογισμός
ἀνάλογος
ἄναλος
ἀνᾱλόω
ἄναλτος
ἀνάλυσις
ἀναλυτήρ
ἀναλυτικός
ἀναλῡ́ω
ἀνᾱ́λωμα
ἀνᾱ́λωσις
ἀνᾱλωτέος
ἀνᾱλωτής
View word page
ἄν-αλος
ἄν-αλοςονadjprivatv.prfx.,ἅλς of saltlacking saltinessNT.

ShortDef

without salt, not salted

Debugging

Headword:
ἄναλος
Headword (normalized):
ἄναλος
Headword (normalized/stripped):
αναλος
IDX:
4635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4636
Key:
ἄναλος

Data

{'headword_display': '<b>ἄν-αλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἄν-αλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>privatv.prfx.,<Ref>ἅλς</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of salt</Indic><Tr>lacking saltiness</Tr><Au>NT.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἄναλος'}