Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνᾱ́λιος
ἀνᾱλίσκω
ἀναλκείη
ἄναλκις
ἀναλλοίωτος
ἀνάλλομαι
ἄναλλος
ἄναλμος
ἀναλογίᾱ
ἀναλογίζομαι
ἀναλόγισμα
ἀναλογισμός
ἀνάλογος
ἄναλος
ἀνᾱλόω
ἄναλτος
ἀνάλυσις
ἀναλυτήρ
ἀναλυτικός
ἀναλῡ́ω
ἀνᾱ́λωμα
View word page
ἀναλόγισμα
ἀναλόγισμαατοςn result of reasoningthoughtabout sthg.Pl.

ShortDef

a result of reasoning

Debugging

Headword:
ἀναλόγισμα
Headword (normalized):
ἀναλόγισμα
Headword (normalized/stripped):
αναλογισμα
IDX:
4632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4633
Key:
ἀναλόγισμα

Data

{'headword_display': '<b>ἀναλόγισμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀναλόγισμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Def>result of reasoning</Def><Tr>thought<Expl>about sthg.</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀναλόγισμα'}