Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναλείχω
ἀναλήθης
ἀνάληψις
ἀναλθής
ἀνᾱ́λιος
ἀνᾱλίσκω
ἀναλκείη
ἄναλκις
ἀναλλοίωτος
ἀνάλλομαι
ἄναλλος
ἄναλμος
ἀναλογίᾱ
ἀναλογίζομαι
ἀναλόγισμα
ἀναλογισμός
ἀνάλογος
ἄναλος
ἀνᾱλόω
ἄναλτος
ἀνάλυσις
View word page
ἄν-αλλος
ἄν-αλλοςονadjἄλλος changed around, switched aboutTheoc.

ShortDef

topsy-turvy

Debugging

Headword:
ἄναλλος
Headword (normalized):
ἄναλλος
Headword (normalized/stripped):
αναλλος
IDX:
4628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4629
Key:
ἄναλλος

Data

{'headword_display': '<b>ἄν-αλλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἄν-αλλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἄλλος</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>changed around, switched about</Tr><Au>Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἄναλλος'}