Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναλδήσκω
ἀναλέγω
ἀναλείχω
ἀναλήθης
ἀνάληψις
ἀναλθής
ἀνᾱ́λιος
ἀνᾱλίσκω
ἀναλκείη
ἄναλκις
ἀναλλοίωτος
ἀνάλλομαι
ἄναλλος
ἄναλμος
ἀναλογίᾱ
ἀναλογίζομαι
ἀναλόγισμα
ἀναλογισμός
ἀνάλογος
ἄναλος
ἀνᾱλόω
View word page
ἀν-αλλοίωτος
ἀν-αλλοίωτοςονadjἀλλοιόω unchangeableArist.

ShortDef

unchangeable

Debugging

Headword:
ἀναλλοίωτος
Headword (normalized):
ἀναλλοίωτος
Headword (normalized/stripped):
αναλλοιωτος
IDX:
4626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4627
Key:
ἀναλλοίωτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-αλλοίωτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀν-αλλοίωτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀλλοιόω</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>unchangeable</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀναλλοίωτος'}