Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναλγής
ἀναλγησίᾱ
ἀνάλγητος
ἀναλδής
ἀναλδήσκω
ἀναλέγω
ἀναλείχω
ἀναλήθης
ἀνάληψις
ἀναλθής
ἀνᾱ́λιος
ἀνᾱλίσκω
ἀναλκείη
ἄναλκις
ἀναλλοίωτος
ἀνάλλομαι
ἄναλλος
ἄναλμος
ἀναλογίᾱ
ἀναλογίζομαι
ἀναλόγισμα
View word page
ἀνᾱ́λιος
ἀνᾱ́λιοςdial.adjseeἀνήλιος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνᾱ́λιος
Headword (normalized):
ἀνᾱ́λιος
Headword (normalized/stripped):
αναλιος
IDX:
4622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4623
Key:
ἀνᾱ́λιος

Data

{'headword_display': '<b>ἀνᾱ́λιος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀνᾱ́λιος</HL><PS>dial.adj</PS></HG><XR>see<Ref>ἀνήλιος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀνᾱ́λιος'}