Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναλάμπω
ἀναλγής
ἀναλγησίᾱ
ἀνάλγητος
ἀναλδής
ἀναλδήσκω
ἀναλέγω
ἀναλείχω
ἀναλήθης
ἀνάληψις
ἀναλθής
ἀνᾱ́λιος
ἀνᾱλίσκω
ἀναλκείη
ἄναλκις
ἀναλλοίωτος
ἀνάλλομαι
ἄναλλος
ἄναλμος
ἀναλογίᾱ
ἀναλογίζομαι
View word page
ἀν-αλθής
ἀν-αλθήςέςadjprivatv.prfx.,ἀλθαίνομαι of woundsincurableBion

ShortDef

powerless to heal

Debugging

Headword:
ἀναλθής
Headword (normalized):
ἀναλθής
Headword (normalized/stripped):
αναλθης
IDX:
4621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4622
Key:
ἀναλθής

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-αλθής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀν-αλθής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety>privatv.prfx.,<Ref>ἀλθαίνομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of wounds</Indic><Tr>incurable</Tr><Au>Bion</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀναλθής'}