Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναλάζομαι
ἀναλαλάζω
ἀναλαμβάνω
ἀναλάμπω
ἀναλγής
ἀναλγησίᾱ
ἀνάλγητος
ἀναλδής
ἀναλδήσκω
ἀναλέγω
ἀναλείχω
ἀναλήθης
ἀνάληψις
ἀναλθής
ἀνᾱ́λιος
ἀνᾱλίσκω
ἀναλκείη
ἄναλκις
ἀναλλοίωτος
ἀνάλλομαι
ἄναλλος
View word page
ἀνα-λείχω
ἀνα-λείχωvb lick upbloodHdt.

ShortDef

to lick up

Debugging

Headword:
ἀναλείχω
Headword (normalized):
ἀναλείχω
Headword (normalized/stripped):
αναλειχω
IDX:
4618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4619
Key:
ἀναλείχω

Data

{'headword_display': '<b>ἀνα-λείχω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀνα-λείχω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>lick up</Tr><Obj>blood<Au>Hdt.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀναλείχω'}