Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνακυκάω
ἀνακυκλέω
ἀνακύκλησις
ἀνακύκλωσις
ἀνακυμβαλιάζω
ἀνακύπτω
ἀνακωκῡ́ω
ἀνακῶς
ἀνακωχεύω
ἀναλάζομαι
ἀναλαλάζω
ἀναλαμβάνω
ἀναλάμπω
ἀναλγής
ἀναλγησίᾱ
ἀνάλγητος
ἀναλδής
ἀναλδήσκω
ἀναλέγω
ἀναλείχω
ἀναλήθης
View word page
ἀν-αλαλάζω
ἀν-αλαλάζωvb raise a loud cryof victory or triumphE. Plu.raise a war-cryX. Plu.

ShortDef

to raise a war-cry, cry aloud

Debugging

Headword:
ἀναλαλάζω
Headword (normalized):
ἀναλαλάζω
Headword (normalized/stripped):
αναλαλαζω
IDX:
4609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4610
Key:
ἀναλαλάζω

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-αλαλάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀν-αλαλάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>raise a loud cry<Expl>of victory or triumph</Expl></Tr><Au>E. Plu.</Au><vS2><Tr>raise a war-cry</Tr><Au>X. Plu.</Au></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀναλαλάζω'}