Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνάκτορον
ἀνάκτωρ
ἀνακυκάω
ἀνακυκλέω
ἀνακύκλησις
ἀνακύκλωσις
ἀνακυμβαλιάζω
ἀνακύπτω
ἀνακωκῡ́ω
ἀνακῶς
ἀνακωχεύω
ἀναλάζομαι
ἀναλαλάζω
ἀναλαμβάνω
ἀναλάμπω
ἀναλγής
ἀναλγησίᾱ
ἀνάλγητος
ἀναλδής
ἀναλδήσκω
ἀναλέγω
View word page
ἀνακωχεύω
ἀνακωχεύωvbseeἀνοκωχεύω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνακωχεύω
Headword (normalized):
ἀνακωχεύω
Headword (normalized/stripped):
ανακωχευω
IDX:
4607
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4608
Key:
ἀνακωχεύω

Data

{'headword_display': '<b>ἀνακωχεύω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀνακωχεύω</HL><PS>vb</PS></HG><XR>see<Ref>ἀνοκωχεύω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀνακωχεύω'}