Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνακρῑ́νω
ἀνάκρισις
ἀνακροτέω
ἀνάκρουσις
ἀνακρούω
ἀνακτάομαι
ἀνακτορίη
ἀνακτόριος
ἀνάκτορον
ἀνάκτωρ
ἀνακυκάω
ἀνακυκλέω
ἀνακύκλησις
ἀνακύκλωσις
ἀνακυμβαλιάζω
ἀνακύπτω
ἀνακωκῡ́ω
ἀνακῶς
ἀνακωχεύω
ἀναλάζομαι
ἀναλαλάζω
View word page
ἀνα-κυκάω
ἀνα-κυκάωcontr.vbἀνά stir upa sauce, drugsAr.

ShortDef

to stir up and mix, mix up

Debugging

Headword:
ἀνακυκάω
Headword (normalized):
ἀνακυκάω
Headword (normalized/stripped):
ανακυκαω
IDX:
4599
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4600
Key:
ἀνακυκάω

Data

{'headword_display': '<b>ἀνα-κυκάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀνα-κυκάω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ἀνά</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>stir up</Tr><Obj>a sauce, drugs<Au>Ar.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀνακυκάω'}