Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνακρεμάννῡμι
Ἀνακρέων
ἀνακρίμνημι
ἀνακρῑ́νω
ἀνάκρισις
ἀνακροτέω
ἀνάκρουσις
ἀνακρούω
ἀνακτάομαι
ἀνακτορίη
ἀνακτόριος
ἀνάκτορον
ἀνάκτωρ
ἀνακυκάω
ἀνακυκλέω
ἀνακύκλησις
ἀνακύκλωσις
ἀνακυμβαλιάζω
ἀνακύπτω
ἀνακωκῡ́ω
ἀνακῶς
View word page
ἀνακτόριος
ἀνακτόριοςη ονIon.adj of pigsbelonging to a masterOd.

ShortDef

Anactorian, of Anactorium
belonging to a lord

Debugging

Headword:
ἀνακτόριος
Headword (normalized):
ἀνακτόριος
Headword (normalized/stripped):
ανακτοριος
IDX:
4596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4597
Key:
ἀνακτόριος

Data

{'headword_display': '<b>ἀνακτόριος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀνακτόριος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>Ion.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of pigs</Indic><Tr>belonging to a master</Tr><Au>Od.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνακτόριος'}