Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνακογχυλιάζω
ἀνακοινέομαι
ἀνακοινόω
ἀνακομιδή
ἀνακομίζω
ἀνακοντίζω
ἀνᾱ́κοος
ἀνακοπή
ἀνακόπτω
ἀνακουφίζω
ἀνακούφισις
ἀνακρᾱ́ζω
ἀνάκρᾱσις
ἀνακρεμάννῡμι
Ἀνακρέων
ἀνακρίμνημι
ἀνακρῑ́νω
ἀνάκρισις
ἀνακροτέω
ἀνάκρουσις
ἀνακρούω
View word page
ἀνακούφισις
ἀνακούφισιςεωςf alleviationw.gen.of miseriesS.

ShortDef

relief

Debugging

Headword:
ἀνακούφισις
Headword (normalized):
ἀνακούφισις
Headword (normalized/stripped):
ανακουφισις
IDX:
4583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4584
Key:
ἀνακούφισις

Data

{'headword_display': '<b>ἀνακούφισις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀνακούφισις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>alleviation<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of miseries</Expl></Tr><Au>S.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀνακούφισις'}